varlet$552613$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

varlet$552613$ - translation to ελληνικό

PERSONAL ATTENDANT
Car valet; Vaslet; Gentleman's gentleman; Body servant; Valets; Varlet
  • A 17th-century ''[[valet de chambre]]''
  • Thomas Nicholls]] carves him brushing his master's clothes whilst studying [[theology]]).

varlet      
παληάνθρωπος

Ορισμός

gentleman's gentleman

Βικιπαίδεια

Valet

A valet or varlet is a male servant who serves as personal attendant to his employer. In the Middle Ages and Ancien Régime, valet de chambre was a role for junior courtiers and specialists such as artists in a royal court, but the term "valet" by itself most often refers to a normal servant responsible for the clothes and personal belongings of an employer, and making minor arrangements. In the United States, the term most often refers to a parking valet, and the role is often confused with a butler.